Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Schriftlicher Ausdruck, Übungen

Ο νεαρός σκέφτηκε τα λόγια του πατέρα του πολύ καλά. Εξέτασε το καρούμπαλο στο κεφάλι του, που δεν πoνούσε και πάρα πολύ, και κοίταξε τα μικρά ποδαράκια του. Μετά κοίταξε τους φίλους του πως τριγύριζαν στο χωριό με αρκετό κόπο στα ποδαράκια τους.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας του έκανε μια γύρα ψηλά πάνω στο χωριό, όπως κάθε μέρα. Έλεγε πως χρειάζεται καθημερινή προπόνηση, αλλιώς θα γινόταν νωθρός και χοντρός σαν τους άλλους και θα έχανε την ικανότητά του να πετάει. Όλοι στο χωριό τον θεωρούσαν τρελό, γιατι έκανε τόσο κόπο για κάτι που μάλλον δεν είχε κανένα όφελος. Όμως το χειρότερο ήταν ότι ήθελε και να κολλήσει την τρελή ιδέα του στον καιμένο γιο του. Τι ανεύθυνος! Αφού το πέταγμα όχι μόνο δεν είχε όφελος, ήταν και επικίνδυνο, όπως ήξεραν όλοι.
Ο νεαρός θεωρούσε τον πατέρα του τρελό μεν, πλην όμως η ζωή του φαινόταν να έχει πιο πολύ πλάκα. Ήταν ο μόνος που έβλεπε τον κόσμο από πάνω. Ο μικρός αποφάσισε να προσπαθήσει ξάνα το πέταγμα. Στην περίπτωση να τραυματιστεί ξανά, θα το παρατούσε.
Πήγε στο σκόπελο. Αν έμελλε να πέσει ξανά, θα έπεφτε τουλάχιστον στην απαλή άμμο της αμμουδιάς.
Κοίταξε στην άβυσσο. Ήταν φοβερά βαθιά και ο νεαρός έπρεπε να συγκεντρωθεί όλο του το θάρρος. Πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και πήδηξε. Φτερούγιζε σαν τρελός, μα δεν κέρδισε ύψος αλλά έπεσε. Έχασε όμως την αμμουδιά και έπεσε απευθείας στη θάλασσα και βυθίστηκε. Κάτω στο νερό άνοιξε τα μάτια του και κατάλαβε πως μπορούσε να βουτάει άνετα. Και δεν έπρεπε να πάρει ανάσα. Αισθανόταν σαν το ψάρι στο νερό. Και μόλις είδε ενα τέτοιο, τό'πιασε και τό’φαγε.
Μετά γύρισε στο χωριό, αλλά δεν το διηγήθηκε σε κανέναν.
Μεγάλωσε και παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Έμαθε τα παιδιά του να κολυμπάνε και να τρώνε νόστιμο ψάρι. Και τα παιδιά του τό’μαθαν στα εγγόνιά του. Κάποιο μέρα υπήρχαν μόνο πιγκουίνοι που προτιμούσαν να κολυμπάνε στη θάλασσα και κυνηγούν ψάρια από το να περπατούν με τα μικρά ποδαράκια τους στη στερεά και κα τρώνε ό,τι τους άφηναν τα άλλα ζώα. Και όλοι ζούσαν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Steffi Becker

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2011

Schriftlicher Ausdruck, Übungen

Μετά από αυτό που είπε ο πατέρας του, ότι πρέπει να αρχίσει να ριψοκινδυνεύει, το παιδί φοβήθηκε λίγο και δεν μπορούσε να πει τίποτα. Σκεφτότανε εκείνες τις λέξεις και δεν μιλούσε. Αν και φοβόταν άλλα καρουμπάλα και να χτυπήσει πάλι, ήθελε να προσπαθήσει άλλη μια φορά. Δεν ήτανε ευχαριστημένο με την πρώτη του προσπάθεια και δεν ήθελε να απογοητεύσει τον πατέρα του. Ο πατέρας του όμως δεν ήτανε απογοητεύμενος, απλά ήθελε το παιδί να παίρνει θάρρος, να μην φοβάται κάτι τόσο ωραίο και ελεύθερο σαν το πέταγμα που όλοι οι άνθρωποι θα θέλανε να μάθουν. Το δώρο που ο θεός του έδωσε έπρεπε το παιδί να το αξιοποιήσει, αυτό ήθελε να του μάθει ο πατέρας του.

Αν και φοβότανε λίγο ακόμα, έκανε μια άλλη προσπάθεια. Αυτή τη φορά ήτανε όμως πιο σίγουρο για τον εαυτό του. Ανέβηκε πάλι πάνω στην κορυφή του δέντρου και ξαναπήδηξε ψηλά. Μετά από τη συμβουλή του πατέρα του, φρόντησε να βρει περισσότερο ελεύτερο χώρο για να κουνηθεί καλύτερα. Αυτή τη φορά δεν έπεσε. Κρατήθηκε στον αέρα για λίγα λεπτά. Κουνιόταν τα μικρά του φτερά και πετούσε αληθινά. Ευχαριστημένο και σχεδόν δύσπιστο έψαξε τον πατέρα του για να του πει τι είχε συμβεί. 

Μόλις τον βρήκε, του είπε χαμογελώντας ότι είχε πετάξει. Ακόμα και για λίγα λεπτά, είχε πετάξει. Ο πατέρας του του είπε: „Μπράβο γιε μου! Είδες ότι το μόνο πράγμα που χρειαζόσουν ήταν λίγο εμπιστοσύνη και θάρρος; Ο φόβος δεν βοηθάει κανέναν, απλά τον αποθαρρύνει και δεν τον αφήνει να ζει. Πρέπει να τον ξεχάσεις τον φόβο που έχεις. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να είσαι πάντα ελεύθερος“.

Τα λόγια του πατέρα του το ενθάρρυναν πολύ. Ετσι μεγάλωσε η όρεξή του να πετάει, ήθελε να προσπαθήσει ακόμα και να μη σταματήσει ποτέ.

Γύρισε στο χωριό και πήγε να βρει τους φίλους του. Άρχισε να τους λέει τι έκανε. Όσοι το αγαπούσανε ειλικρινά χάρηκαν πολύ και το αγκαλιάσανε. Το παιδί έφυγε μετά προς το βουνό όπου ήθελε να κάνει τη μεγαλύτερη του προσπάθεια. Οι καλύτεροι του φίλοι το ακολούθησανε να το δούνε. Φτάνοντας εκεί, το παιδί στεκόταν μπροστά στο γκρεμό. Τώρα κοιτούσε το μεγάλο κενό μπροστά του. Πήδηξε και ακόμα μια φορά πέταξε με μεγάλη επιτυχία. Οι φίλοι και ο πατέρας του, που ήτανε εκεί, το κοιτούσανε και νιώθανε πολύ περήφανοι.

Federica Miccholis

Schriftlicher Ausdruck, Übungen

„Ωραία! Τότε θα μείνω για πάντα στο περπάτημα, έτσι που δεν μπορώ να κινδυνέψω, επειδή ο πατέρας μου, τώρα του ήρθε, ότι θα ήταν καλό να αρχίσω να πετάω! Αν είναι τόσο σημαντικό, γιατί δεν ήρθες πιο νωρίς με αυτή τήν συμβουλή;“, ρώτησε φωναχτά ο γιος. 


„Επειδή ήσουνα ακόμα πολύ μικρός για να πετάς. Ο ίδιος είδες ότι πρέπει να κινδυνεύεις ή να θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδινο για να μπορέσεις να το μάθεις. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, βλέπεις τα φτερά σου μόνο για στολίδι. Είναι δικό σου θέμα αν θέλεις να πετάξεις ή όχι. Μόνο είναι κρίμα να παραμείνεις στο περπάτημα. Όπως σου έχω ξαναπεί, δεν γεννιούνται πολλοί με φτερά και εσύ ήσουνα τόσο τυχερός να σου δώσει ο θεός φτερά. Διάλεξε όμως εσύ τι θέλεις να κάνεις“, είπε ο πατέρας και έκανε να φύγει. 


Ο γιός του του απάντησε προτού φύγει: „Σωστά! Είναι δικό μου θέμα τι θα κάνω... Το ξέρεις που όλοι σε λένε γιαυτό το πράγμα τρελό; Να που το έμαθες.“ Ο πατέρας χαμογέλασε και έφυγε. 


Ο γιός του έμεινε μόνος με τον θυμό του. Ήταν θυμωμένος επειδή είχε ακούσει τον πατέρα του και χτύπησε στην προσπάθεια να πετάξει. Αλλά ήταν και  θυμωμένος γιατί πίστευε ότι ο πατέρας του είχε κατά κάποιο τρόπο δίκιο. Είχε δίκιο ότι δεν υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με φτερά που είχαν την ευκαιρία να μάθουν να πετάνε. Σε αυτό συμφωνούσε ο γιός του. Αλλά τόσα χρόνια δεν είχε χρησιμοποιήσει τα φτερά του. Πώς να μάθαινε τώρα να πετάει και γιατί να αρχίσει να ριψοκινδυνεύει; Κι αν πάθαινε κάτι; Και πώς θα μπορούσε να είναι ο πατέρας του τόσο σίγουρος ότι δεν θα πάθαινε τίποτα αν θα πηδούσε από τον γκρεμό; Με αυτές τις σκέψεις θύμωσε πολύ ο γιός και πήγε λίγο βόλτα για να του περάσει.

Περπατούσε κιόλας πολύ ώρα όταν έφτασε κάπου μακριά από το χωριό του. Δεν ήξερε που ήταν. Ξαφνικά είδε έναν κύριο να κάθεται μπροστά του κάτω στο έδαφος. Το παιδί τον ρώταει: „Κύριε είστε καλά;“ „Βεβαίως παιδί μου“, του είπε χαμογελαστά ο κύριος. „Μα γιατί καθόσαστε στη μέση του δρόμου;“ ρωτάει το παιδί. „Επειδή κουράστηκα να περπατάω και από πάνω μου έσπασε και το μπαστούνι μου, έτσι είναι δύσκολο να προχωρήσω. Αλλά υπάρχει ακόμα μια δύσκολία, πρέπει να περάσω μια γέφυρα που έσπασε και το κενό ανάμεσα στον έναν γκρεμό και στον άλλον είναι πολύ μεγάλο. Φαίνεται ότι δεν θα μπορέσω πιά να πάω πίσω σπίτι μου.“ 


Τότε το παιδί λυπήθηκε τον κύριο και του είπε: „Κοιτάξτε κύριε, έχω φτερά. Μπορώ να σας πάω στην άλλη πλευρά.“ Ο κύριος τότε πρόσεξε τα φτερά και τον κοίταξε με μεγάλα μάτια. „Και μπορείς να πετάς;“ ρώτησε ο κύριος. „Ναι, φυσικά. Δηλαδή το νομίζω. Δηλαδή ο πατέρας μου είναι σίγουρος ότι το μπορώ“, είπε το παιδί. Όταν ο κύριος τον κοίταξε λίγο φοβισμένος, συμπλήρωσε το παιδί. „Κοιτάξτε. Θα κάνω πρώτα μια δοκιμή προτού σας πάρω για να περάσουμε τον γρεμό. Εντάξει;“ „Εντάξει παιδί μου. Μόνο μην πάθεις τίποτα! “, είπε πιο φοβισμένος ο κύριος. 


Το παιδί πλησίασε τον γρεμό και μάζεψε όλο το θάρρος του και πήδησε. Είχε κλείσει τα μάτια του, αλλά δεν αισθανόταν σαν να έπεφτε. Πιο πολύ ένοιωθε να πετάει. ΤΙ! ΝΑ ΠΕΤΆΕΙ! ΑΥΤΌΣ! Τότε άνοιξε γρήγορα τα μάτια του και είδε ότι πετούσε. Τι ωραία που είναι να πετάς, σκέφτηκε το παιδί. Όταν γύρισε στο σημείο που ήταν πριν ο κύριος, δεν τον βρήκε εκεί. Παραξενεύτηκε και πήγε σπίτι του, γιατί δεν τον βρήκε πουθενά. Όταν έφτασε, ζήτησε από τόν πατέρα του να πάνε μαζί στον γκρεμό. „Κοίταξε τώρα πολύ καλά τι θέλω να σου δείξω“, είπε ο γιός και πήδηξε από τον γκρεμό, άνοιξε τα φτερά του και πέταξε.  „Το ήξερα ότι το μπορείς“, του φώναξε ο πατέρας του και χαιρότανε για τον γιό του και τότε πρόσεξε ο γιός τον κύριο που είχε δει πριν να στέκεται δίπλα στον πατέρα του.  


„Ποιός είναι αυτός;“, φώναξε το παιδί όταν ήρθε πιο κοντά. „Ο θείος σου. Ήρθε να μας επισκεφτεί“, απάντησε ο πατέρας. Ο θείος του τον χαιρέτησε και του έκλεισε το μάτι. Τότε γέλασαν και οι δύο τους, μόνο ο πατέρας δεν κατάλαβε τι γινότανε, αλλά γέλασε και αυτός επειδή το παιδί του ήταν πάλι χαρούμενο! 

Fotini Mastoraki

Schriftlicher Ausdruck, Übungen

Ich habe meine Studenten (3 Semester) gefragt, dass Sie eine Geschichte ins Griechische fortfahren. Ihre Kreativität hat Fruchte ergeben. Für die originale Geschichte  (von Jorge Bucay) klicken Sie hier


Ζήτησα από το τμήμα των προχωρημένων μαθητών μου να συνεχίσουν μια ιστορία που τους έδωσα από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι, Θα σου πω μια ιστορία. Η δημιουργικότητά τους απέδωσε καρπούς και το αποτέλεσμα μπορείτε να το δείτε παρακάτω. Για να διαβάσετε την πρωτότυπη ιστορία, πατήστε εδώ.

Λυπημένος ο νεαρός γύρισε σπίτι. ΄Ηταν μόνος του γιατί οι γονείς του έπρεπε να δουλέψουν. “Γιατί δεν μπορώ να πετάω; Τι κάνω λάθος; Γιατί ο Θεός μου έδωσε φτερά αν δεν ξέρω να τα χρησιμοποιώ; Είμαι ένα αίσχος για τον πατέρα μου. Είναι σίγουρα απογοητευμένος.” Και ο αγόρι άρχισε να κλάψει πικρά. Στην αυτή την στιγμή η μητέρα του γύρισε σπίτι και βρήκε ο γιος της κλαίγοντας. “Τι έγινες; Γιατί είσαι τόσο λυπημένος, παίδι μου;”, ρώτησε η μητέρα. “Αχ μαμά, είμαι άχρηστος. Δεν ξέρω τίποτε.”, έκλαψε ο αγόρι. “Μπα! Μη λες ανοησίες!”, αυτή είπε. “Αλλά πες μου τι έγινε! Γιατί έχεις ένα καρούμπαλο στο κεφάλι;” Η μητέρα ανησύχησε πολύ.

Τελικά ο γιος απάντησε: “Ο μπαμπάς μου είπε ότι πρέπει να αρχίσω να πετάω και να χρησιμοποιώ τα φτερά μου. Λοιπόν πήγαμε μαζί στο χείλος του γκρεμού για να δοκιμάσω να πετάω. Αλλά φοβήθηκα και όλους τους φίλους μου που μου είπαν ότι είναι τρελός να πετάω. Ο καλύτερος φίλος μου μου πρότεινε να  δοκιμάσω να πηδήξω από την κορυφή ενός δέντρου. Αυτό έκανα. Αλλά δεν πέταξα, έπεσα. Και τώρα έχω αυτό το καρούμπαλο και πολλές γρατζουνιές. Αφού διηγήθηκα στον μπαμπά τι έγινε, μου είπε αν δεν μπορέσω να πετάω, πρέπει να μείνω για πάντα στο περπάτημα.”


“Και τι πειράζει;”, ρώτησε η μητέρα. “Δεν πρέπει να τα ξέρεις όλα. Είσαι τέλειος παρ'όλα αυτά, γιε μου!”, αυτή είπε και τον αγκάλιασε. “Αλλά όταν θέλεις, θα ξαναπάμε στο βουνό μαζί και θα δοκιμάσεις ξανά να πετάξεις. Δεν πιστεύω ότι ο πατέρας σου σου είπε ψέματα. Πρέπει μόνο να έχεις κουράγιο. Και εγώ πιστεύω σε σένα. Θα τα καταφέρεις!”
Το αγόρι χαμογέλασε πάλι και είπε:  “Εντάξει, θα το δοκιμάσω ξανά.”


Όταν ήταν στην άβυσσο, ο νεαρός φοβήθηκε λίγο αλλά η μητέρα του φώναξε: “Θα το καταφέρεις, παιδί μου! Το ξέρω! Είσαι ο καλύτερος πιλότος σ΄ όλο τον κόσμο! Να έχεις κουράγιο!” Ξαφνικός, το αγόρι αισθάνθηκε πολύ δυνατός. Πήρε φόρα, πήδηξε και... ξαφνικά στον αέρα ξεδίπλωσε τα φτερά του και πέταξε. ¨Ήταν έναν τέλειο αίσθημα! Και όταν ο νεαρός προσγειώθηκε πάλι στο έδαφος, ήταν πολύ ευτυχισμένος και περήφανος. “Ευχαριστώ πολύ, μαμά! Με ενθάρρυνες πολύ. Δεν θα το έκανα χωρίς την βοήθεια σου. 'Ελα!  Πρέπει να διηγηθώ τον μπαμπά τα νέα! Γιούπι! Ξέρω να πετάω!”

Doreen Stolle