Ο νεαρός σκέφτηκε τα λόγια του πατέρα του πολύ καλά. Εξέτασε το καρούμπαλο στο κεφάλι του, που δεν πoνούσε και πάρα πολύ, και κοίταξε τα μικρά ποδαράκια του. Μετά κοίταξε τους φίλους του πως τριγύριζαν στο χωριό με αρκετό κόπο στα ποδαράκια τους.
Εν τω μεταξύ ο πατέρας του έκανε μια γύρα ψηλά πάνω στο χωριό, όπως κάθε μέρα. Έλεγε πως χρειάζεται καθημερινή προπόνηση, αλλιώς θα γινόταν νωθρός και χοντρός σαν τους άλλους και θα έχανε την ικανότητά του να πετάει. Όλοι στο χωριό τον θεωρούσαν τρελό, γιατι έκανε τόσο κόπο για κάτι που μάλλον δεν είχε κανένα όφελος. Όμως το χειρότερο ήταν ότι ήθελε και να κολλήσει την τρελή ιδέα του στον καιμένο γιο του. Τι ανεύθυνος! Αφού το πέταγμα όχι μόνο δεν είχε όφελος, ήταν και επικίνδυνο, όπως ήξεραν όλοι.
Ο νεαρός θεωρούσε τον πατέρα του τρελό μεν, πλην όμως η ζωή του φαινόταν να έχει πιο πολύ πλάκα. Ήταν ο μόνος που έβλεπε τον κόσμο από πάνω. Ο μικρός αποφάσισε να προσπαθήσει ξάνα το πέταγμα. Στην περίπτωση να τραυματιστεί ξανά, θα το παρατούσε.
Πήγε στο σκόπελο. Αν έμελλε να πέσει ξανά, θα έπεφτε τουλάχιστον στην απαλή άμμο της αμμουδιάς.
Κοίταξε στην άβυσσο. Ήταν φοβερά βαθιά και ο νεαρός έπρεπε να συγκεντρωθεί όλο του το θάρρος. Πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε τα μάτια και πήδηξε. Φτερούγιζε σαν τρελός, μα δεν κέρδισε ύψος αλλά έπεσε. Έχασε όμως την αμμουδιά και έπεσε απευθείας στη θάλασσα και βυθίστηκε. Κάτω στο νερό άνοιξε τα μάτια του και κατάλαβε πως μπορούσε να βουτάει άνετα. Και δεν έπρεπε να πάρει ανάσα. Αισθανόταν σαν το ψάρι στο νερό. Και μόλις είδε ενα τέτοιο, τό'πιασε και τό’φαγε.
Μετά γύρισε στο χωριό, αλλά δεν το διηγήθηκε σε κανέναν.
Μεγάλωσε και παντρεύτηκε και έκανε παιδιά. Έμαθε τα παιδιά του να κολυμπάνε και να τρώνε νόστιμο ψάρι. Και τα παιδιά του τό’μαθαν στα εγγόνιά του. Κάποιο μέρα υπήρχαν μόνο πιγκουίνοι που προτιμούσαν να κολυμπάνε στη θάλασσα και κυνηγούν ψάρια από το να περπατούν με τα μικρά ποδαράκια τους στη στερεά και κα τρώνε ό,τι τους άφηναν τα άλλα ζώα. Και όλοι ζούσαν χαρούμενοι και ευτυχισμένοι.
Steffi Becker