Τετάρτη 17 Ιουνίου 2009

Altgriechische Präpositionen als Präfixe (Λεξικό Κοινής Νεοελληνικής, Μανόλη Τριανταφυλλίδη)


ανα- 2 [ana] & αν- 2 [an], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & ανά- [aná] ή άν- [án], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ.: I1. δηλώνει τόπο, με την έννοια πάνω, προς τα πάνω. ANT κατα-: αναδύομαι· άνοδος, ανάβαση, ανάδυση· ανοδικός· αναμαλλιάρης. 2. με επιτατική σημασία: αναβοώ, ανακράζω. || αναμεταξύ. 3. με υποκοριστική σημασία: ανάλαφρος. 4. σε ρήματα και ουσιαστικά δηλώνει επανάληψη· (πρβ. επανα-, ξανα-): αναβαθμολογώ, αναβαπτίζω, αναδιανέμω, αναδιατάσσω, αναδιοργανώνω, ανακατανέμω· αναβαθμολόγηση, αναβάπτιση, αναδιανομή, αναδιάταξη, αναδιοργάνωση, ανακατανομή. 5. σε επιστημονικούς όρους: αναφυλαξία, αναβολισμόςanaphylaxie)]


από [apo] & από- [apó], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & απ- [ap] ή αφ- [af], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα : πρόθημα το οποίο: 1. δηλώνει: α. απομάκρυνση, χωρισμό: αποκεντρώνω, αποχωρίζομαι· αποκέντρωση, απόπλους· απόκεντρος, απόκοσμος, απόμαχος, απόστρατος. || αποχετεύω· αποχέτευση. β. αφαίρεση· (πρβ. ξε-I3): αποκεφαλίζω, απολεπίζω, απονευρώνω, αποσφραγίζω, αποψύχω, αποκεφαλισμός, αποσμητικό, αποτρίχωση· αποβουτυρωμένος. 2. λειτουργεί ως στερητικό· (πρβ. ξε-, α- 1)· δηλώνει: α. την αντίθετη ενέργεια από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αποδιοργανώνω, αποδυναμώνω, απομυθοποιώ, αποπροσανατολίζω, αποσυνδέω· αποδιοργάνωση, απομυθοποίηση, αποπροσανατολισμός, αποσυμφόρηση. || αποκρυπτογραφώ, αποκωδικοποιώ, αποκωδικοποίηση, για τη μετατροπή ενός συνθηματικού κειμένου στο κοινό σύστημα γραφής· απομαγνητοφωνώ, απομαγνητοφώνηση, για την καταγραφή ενός μαγνητοφωνημένου κειμένου. β. στέρηση, απουσία των χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποπαίδι, απάνθρωπος. 3. δηλώνει το τέλος, την ολοκλήρωση της ενέργειας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-I2): αποθερίζω, αποσώνω, αποτελειώνω, αποφοιτώ· αποθηλασμός, αποφοίτηση. || αυτό που μένει, αφού σταματήσει η ενέργεια που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: αποδιαλεγούδι, αποκαΐδι, απομεινάρι, αποφάι· (βλ. -ούδι 2, -ίδι, -άδι2, -άρι 3). 4. επίταση στον υπέρτατο βαθμό αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. ξε-III1): απογεμίζω, απογυμνώνω, αποναρκώνω, αποξεραίνω, αποφράσσω, γεμίζω, γυμνώνω κτλ. τελείως· απόφραξη· απόξενος. || μείωση: απογέρνω. 5. τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απολιθώνω, αποκρυσταλλώνω, αποξενώνω· απολίθωμα, αποξένωση. 6. χρόνο· αυτό που έρχεται μετά, αφού τελειώσει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: απόβροχο, απόγευμα, απομεσήμερο· απόγονος. [2β, 3, 4, 6: ελνστ. π(ο)- < αρχ. πρόθ. πό ως α' συνθ.: ελνστ. πο-κοιμίζω, μσν. απο-λησμονώ· 1, 2α, 5: λόγ. < αρχ. π(ο)-: αρχ. πο-κόπτω, ελνστ. πο-μακρύνω, μσν. απο-καθήλωσις & μτφρδ.: απο-καρδιώνω < αγγλ. dishearten, απ-οικοδομώ < γερμ. abbauen· λόγ. < αρχ. φ- < π(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. φ-υπνίζω· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. τα περισσότερα παράγωγα δεν αναλύονται πια]


διά- [δiá] ή [δjá] (βλ. σημ. II), όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα & δι- 2 [δi], πριν από φωνήεν : η πρόθεση διά ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων. I. συνήθ.: 1α. δηλώνει κίνηση διά μέσου, από τη μια μεριά ως την άλλη: διαπερνώ, διατρέχω, διέρχομαι· διάβαση, διάπλους· διαγώνιος. β. δηλώνει κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, παντού: διαλαλώ, διατυμπανίζω, διαχέω. 2. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο γίνεται, περιορίζεται μεταξύ αυτών που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: διακομματικός, διακρατικός, διαπροσωπικός, διυπουργικός, που γίνεται μεταξύ κομμάτων, κρατών, προσώπων κτλ. 3. σε ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: α. μοιρασιά, διανομή: διαιρώ, διαμοιράζω, διανέμω· διαίρεση, διανομή. β. ασυμφωνία, ανομοιότητα σε σχέση ή σύγκριση με άλλα: διαφέρω, διαφωνώ· διάσταση, διαφωνία· διάφορος. γ. ανταγωνισμό ή αμοιβαιότητα: διαπληκτίζομαι· διαγωνίζομαι· (πρβ. συν-, αντι-). δ. τρόπο εκτέλεσης μιας προσπάθειας, εξέλιξης, διαδικασίας: διαμορφώνω, διαπαιδαγωγώ. 4. χρόνο, χρονική κάλυψη από την αρχή ως το τέλος του διαστήματος που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη ή από το χρονικό προσδιορισμό που υπάρχει στην πρόταση: διανυκτερεύω, διατελώ, διημερεύω / εφημερεύω· (πρβ. επι-1II2). 5α. με επιτατική σημασία: διακαής, διάφανος. || για την επιδίωξη με κάθε τρόπο του ύψιστου, του τέλειου αποτελέσματος μιας διαδικασίας: διακατέχομαι, διακωμωδώ, διασφαλίζω. β. με υποκοριστική λειτουργία για να δηλώσει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με δυσκολία: διαβλέπω, διαφαίνομαι


επι- 1 [epi] & επ- [ep] ή εφ- [ef] σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & επί- [epí] ή έπ- [ép] ή έφ- [éf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα με λόγια προέλευση· συνήθ. εκφράζει επιρρηματικές σχέσεις: I. τόπο. 1α. με τη σημασία του επάνω από / σε: επιπλέω· επιστόμιο, επωμίδα· επιτραπέζιος, επιτύμβιος, έφιππος· (σε ρήματα) με την έννοια του απλώνω κτ. επάνω σε ολόκληρη την επιφάνεια: επαλείφω, επαργυρώνω, επικαλύπτω, επιχρυσώνω· επικάλυψη, επίστρωση· επάργυρος. β. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το άνω τμήμα του μέρους του σώματος που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επιγάστριο. γ. (συνήθ. ανατ., ιατρ.) δηλώνει το εξωτερικό τμήμα, στρώμα αυτού που εκφράζει ή υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη: επιδερμίδα, επικάρδιο. 2. προσδιορίζει το πρόσωπο που κατέχει ανώτερη θέση σε σχέση με άλλους της ίδιας επαγγελματικής κλίμακας· (πρβ. αρχι-I1): επίατρος, επιδιαιτητής, επισμηναγός. || σε ρήματα δηλώνει την ενέργεια του επικεφαλής: επιβλέπω, επιθεωρώ, επιστατώ. II. χρόνο. 1. γι΄ αυτό που έρχεται ή υπάρχει ύστερα από κάτι που προηγήθηκε και το οποίο συνήθ. δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη: επίγονος, επίλογος· (ιατρ.) επιλοίμωξη, επιπαροξυσμός· (ιστ.) επιπαλαιολιθικός. 2. (με λέξεις που εκφράζουν χρόνο) για τη δήλωση διάρκειας τόσης όση δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εφήμερος· εφημερεύω· εφημερία· (πρβ. δια-I4). 3. για κτ. που γίνεται την ίδια στιγμή ή με την ευκαιρία αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επικήδειος, επιμνημόσυνος. III. ποσό. 1. επιτείνει τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: επαυξάνω, επιβεβαιώνω, επιβραδύνω, επιταχύνω· επαύξηση· επιβεβαιωτικός. 2. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται συμπληρωματικά: επιχορηγώ· επιμαρτυρία, επίμετρο, επιχορήγηση. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: επισφραγίζω, επιλέγω. IV. σκοπό ή αιτία· (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο αποβλέπει, πλησιάζει σε αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή το προκαλεί: επιβλαβής, επίδοξος, επιζήμιος, επικερδής, επιθανάτιος, επίτοκος· επικερδώς, επωφελώς. V. τρόπο· δηλώνει εχθρική διάθεση: επιτίθεμαι, επιφέρω· επίθεση. || καταπάτηση μιας συμφωνίας: επιορκία· επίορκος. || αμοιβαία σχέση: επιγαμία, επικοινωνία, επιμειξία.

κατα- [kata] & κατ- [kat] ή καθ- [kaθ], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & κατά- [katá] ή κάτ- [kát] ή κάθ- [káθ], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο: I. συνήθ. δηλώνει: 1. τόπο, με την έννοια: α. κάτω, προς τα κάτω. ANT ανα- 2: καταδύομαι· κάθοδος, κατάβαση, κατάδυση, καταρροή· καθοδικός. || (μτφ.) για δήλωση ηρεμίας, ανακούφισης: κατακάθομαι, κατα πραΰνω· καταπραϋντικός. β. κάπου, σ΄ ένα σημείο του χώρου: καταστρα τοπεδεύω. 2. επιτείνει την έννοια της πρωτότυπης λέξης. α. δηλώνει ότι γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. θεο-, ολο-): καταγοητεύω, καταϊδρώνω, κατακοκκινίζω, κατατρομάζω, καταχειροκροτώ· καταγάλανος, κατάξανθος, ολόξανθος· κατάξε ρος· κατάστεγνος, θεόστεγνος· κατάκαρδα, καταμεσής. || (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) με επέκταση έχει την έννοια της φθοράς: κατασπα ταλώ, κατάχρηση. β. δηλώνει το μέσο της χρονικής περιόδου που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, το διάστημα που τα χαρακτηριστικά της είναι πο λύ έντονα· (πρβ. μεσο-1): κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο, στην καρδιά του καλοκαιριού κτλ. 3. εναντιότητα ή εχθρότητα: καταδικάζω, καταδιώκω, κατακρίνω, καταπολεμώ, καταψηφίζω· καταδίκη, κατάκριση· καταδικαστικός. || έννοια βίας, πίεσης: καταναγκάζω, καταπιέζω· καταναγκασμός, καταπίεση. 4. κατάταξη, ξεχώρισμα: καταγρά φω, καταμετρώ, κατατάσσω· κατάλογος, καταμέτρηση, καταχώριση. || διανομή, τεμαχισμό: κατανέμω· κατανομή. 5. (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) εκτέλεση μιας διαδικασίας: κατεργάζομαι· κατεργασμένος· κατεργασία. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: κάτεργο. [I2: αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων: αρχ. κατα-καίω, ελνστ. κατά-κοπος, μσν. κατα-ζαρωμένος· I1, 3-5, II: λόγ. < αρχ. κατ(α)-: αρχ. κατα-βαίνω (δες κατεβαίνω), ελνστ. κατα-δίκη, κατά-λογος (αρχ. σημ.: `εγγραφή΄), αρχ. κατ-εργάζομαι & διεθ. kat(a)- < αρχ. κατ(α)-: κατ-ιόν < αγγλ. cation· λόγ. < αρχ. καθ- < κατ(α)- πριν από το σύμφ. [h]: αρχ. κάθ-οδος]

μετα- [meta] & μετ- [met] ή μεθ- [meθ], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & μετά- [metá] ή μέτ- [mét] ή μέθ- [méθ], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις και τα παράγωγά τους· συνήθ.: I. σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους δηλώνει: 1. πράξη που έχει σκοπό την αλλαγή της θέσης του αντικειμένου: μετακινώ, μεταφέρω, μεταφυτεύω, μετακίνηση, μετακόμιση, μεταφορά, μεταφύτευση. 2. (συνήθ. λόγ., επιστ.) επανάληψη της πράξης που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. ξανα-, ματα-): μεταπωλώ, μεταπώληση, μεταπρατικός. 3. πράξη με σκοπό την αλλαγή της κατάστασης του αντικειμένου: μεταλλάσσω, μεταγλωττίζω, μεταπλάθω, μεταποιώ, μεταστοιχειώνω, μετασχηματίζω· μεταλλαγή, μεταγλώττιση, μετάπλαση, μεταποίηση, μεταστοιχείωση· μετασχηματισμός· μεταλλαγμένος, μεταγλωττισμένος, μεταποιημένος. 4. δήλωση συμμετοχής: μεταδίδω, μεταλαμβάνω, μετέχω· μέτοχος. II1. (συνήθ. σε σύνθετα επίθετα) γι΄ αυτό που χρονικά ακολουθεί, που εμφανίζεται ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταθανάτιος, μεταμεσονύκτιος· μεταμεσήμερο· μεταπόλεμος· μετέπειτα· συχνά ANT προ-: μεθεόρτιος, μετακατοχικός, μεταμεσημβρινός, μετασχολικός, μεταφθινοπωρινός· μεθεόρτια· μετασεισμός· (ιστ.) μεταβυζαντινός, μετακλασικός. 2. (γραμμ.) δηλώνει ότι η προσδιοριζόμενη παράγωγη λέξη παράγεται από το μέρος του λόγου που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταρηματικός, μετεπιθετικός. III. για την επιστήμη, κλάδο επιστήμης, μέθοδο, τάση κτλ. που υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μεταηθική, μεταμοντερνισμός· μεταμοντέρνος. IV. για τόπο που βρίσκεται: 1. ύστερα από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: μετόπισθεν. (ανατ.) μετατάρσιο. 2. στη μέση, μεταξύ: (παρα)μεθόριος. (ανατ.) μεταίχμιο, μεταθώρακας. V. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: μέθεξη. [λόγ. < αρχ. μετ(α)- < πρόθ. μετά `ανάμεσα, μαζί, ύστερα, αλλιώς΄ ως α' συνθ.: αρχ. μετα-δόρπιος `μετά το δείπνο΄, ελνστ. μετα-κάρπιον, μετα-φράζω, μετα-μόρφωσις & διεθ. met(a)- < λατ. met(a)- < αρχ. μετ(α)-: μετά-ζωα < νλατ. metazoa, μετα-βολισμός < γαλλ. metabolisme, μετα-γλώσσα, μετα-θεωρία < αγγλ. metalanguage, metatheory (θεωρία σε ανώτερο επίπεδο, για έλεγχο των επιστημονικών θεωριών) & μτφρδ.: μετα-σχηματιστής, μετα-κλασικός < γαλλ. transformateur, postclassique· λόγ. < αρχ. μεθ- < αρχ. μετ(α)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. μέθ-εξις]


παρα- 1 [para] & παρ- 1 [par], συνήθ. σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν & παρά- [pará] ή πάρ- [pár], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα που συνήθ. δηλώνει: AI1α. (κυρίως σε επίθετα) ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται πλάι, κοντά σ΄ αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέ ξη: παραδουνάβιος, παραθαλάσσιος, παραμεθόριος, παραποτάμιος. || παραθέτω· παρακλάδι, παραφυάδα· παρωνυχίδα. || (ανατ., ιατρ.) παραθυρεοειδής· παρωτίτιδα. β. ενώπιον: παρελαύνω, παρέλαση. γ. παραπλεύρως, πλάγια: παρακάμπτω· (επιστ.) παρακέντηση, παροχέτευση. || (συχνά και με το εισ-) κρυφά: παρεισδύω. 2. για να δηλώσει: α. (συχνά λαϊκότρ.) βοηθητική, δευτερεύουσα ιδιότητα ή λειτουργία: παραπόρτι, παρασπίτι. β. υποκατάσταση: παραγιός, παραμάνα, παραπαίδι. γ. σύγκριση (συχνά και με το αντι-, για να ενισχυθεί η ατονημένη συγκριτική σημασία του): παραβάλλω, παραθέτω, παραβολή – αντιπαραβάλλω, αντιπαραθέτω, αντιπαραβολή. || άμιλλα: παραβγαίνω. δ. σχετική ομοιότητα: παραπλήσιος, παρόμοιος. || (ιατρ.) παρατυφοειδής. || για κτ. παρεμφερές, συμπληρωματικό: παραϊατρικός. || πάρεργο. ε. ύπαρξη και λειτουργία παράλληλη και έξω από τα πλαίσια αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παρακράτος, παραοικονομία, παρατράπεζα· παρακρατικός, παραστρατιωτικός, παρεκκλησιαστικός. II. (σε ρήματα και τα παράγωγά τους) με τη σημασία της κίνησης προς κπ., κτ. ή από κπ., κτ.: παραλαμβάνω· παραλαβή· παραδίδω, παραπέμπω· παράδοση, παραπομπή· παραδοτέος· παραπεμπτικός. III. χρόνο, συνέχιση αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραμένω, παρατείνω· παράταση. || παραχειμάζω. IV. εναντιότητα, έντονη αντίθεση, ασυμφωνία προς αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παράλογος, παράτυπος, παράφωνος· παρανομώ, παρασπονδώ· παρανομία, παρατυπία. || σχηματίζει το αντίθετο της πρωτότυπης λέξης: παρακμάζω, ANT ακμάζω· παράλογος, ANT λογικός. V1. παράβαση όσον αφορά αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: παραβαίνω, παρακούω, παρατιμονιά. 2. (ιατρ.) απόκλιση από την κανονική, συνήθη λειτουργία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραίσθηση, παράνοια, παραμνησία, παραφροσύνη. VI. σκόπιμη αλλοίωση ή μεταβολή αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: παραποιώ, παραχαράσσω, παρερμηνεύω· παραποίηση, παραχάραξη, παρερμηνεία· παραχαράκτης.


περι- [peri] & περί- [perí], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα συνήθ.: I. για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων: 1α. με τη σημασία γύρω γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού: περιβρέχω, περιλούω, περιτοιχίζω, περιτριγυρίζω, περιφράζω / περιφράσσω, περιχαράσσω· || περιβραχιόνιο, περιλαίμιο· περίφραξη. || περίμετρος, περίστυλος. β. (επιστ.) για να δηλώσει το εξωτερικό τμήμα, αυτό που περιβάλλει η πρωτότυπη λέξη: (βοτ.) περιάνθιο, περισπέρμιο. || (ανατ.) περικάρδιο, περινεύριο, περιοδόντιο, περιόστεο. || (ιατρ.) για την ασθένεια που προσβάλλει το εξωτερικό τμήμα του μέρους του σώματος που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη (συνήθ. σε λέξεις με το επίθημα -ίτιδα): περικαρδίτιδα, περιοδοντίτιδα, περιοστίτιδα. || περιπνευμονία. 2. με τη σημα σία του κοντά σ΄ αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: περίγειο, περιήλιο. || γύρω γύρω, κοντά, στα πέριξ: περίοικοι. 3. για κυκλική κίνηση: περιστρέφω, περιφέρω· περιστροφή, περιφορά. 4. για κίνηση χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο· εδώ κι εκεί: περιδιαβαίνω, περιπλανιέμαι· περιπλάνηση. 5. με τη σημασία του έχω, κρατώ μέσα: περιέχω, περιλαμβάνω· περιεχόμενο. || συχνά με ατονημένη σημασία, γι΄ αυτό και στον προφορικό λόγο μπορεί να ακολουθήσει το επίρρημα μέσα: τι περιέχει μέσα; II. (σε επίθετα) με επιτατική λειτουργία δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο χαρακτηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: περιζήτητος, περίλαμπρος, περίλυπος, περιπαθής, περιπόθητος, περίτρανος, περίφημος· περίτρανα. III. (σε ρήματα) για να δηλώσει: 1. φροντίδα, προσπάθεια κτλ. σχετική με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: περιποιούμαι, περισυλλέγω, περισώζω. 2. μη επιθυμητές εξελίξεις: περιπίπτω. 3. την ενέργεια που γίνεται εις βάρος ή εναντίον κάποιου: περιγελώ, περιπαίζω.


προ- [pro] & πρό- [pró], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ.: I1α. δηλώνει αυτό που βρίσκεται μπροστά από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: πρόδομος, πρόναος· (γραμμ.) προπαραλήγουσα. β. χρησιμοποιείται για πρόσωπο που βρίσκεται μπροστά από τους άλλους και τελικά ηγείται, υπερέχει: προΐσταμαι, προπορεύομαι. || για το επικεφαλής πρόσωπο και την ανάλογη άσκηση εξουσίας: προϊστάμενος· προεδρία. γ. προπάντων, προπαντός. 2. έχει τη σημασία: α. προς τα εμπρός ή προς τα έξω: προβάλλω, προεκτείνω, προωθώ. || συχνά σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) προγναθισμός· (γυμν.) πρόταση· (αρχιτ.) πρόβολος. β. μπροστά, έξω, μακριά από αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: προάστιο. 3. δηλώνει αυτό που γίνεται: α. μπροστά σε όλους, δημόσια: προαγορεύω, προκηρύσσω· προγραφή, προκήρυξη. β. για τη φροντίδα, προστασία κάποιου: προφυλάσσω· πρόμαχος, υπέρμαχος. γ. με την έννοια της εκλογής, επιλογής ύστερα από σύγκριση: προκρίνω, προτιμώ· πρόκριση, προτίμηση· προκριματικός. II. για κτ. που γίνεται εκ των προτέρων, από πριν: προαναγγέλω, προαποφασίζω, προειδοποιώ, προεξοφλώ, προκαταβάλλω, προπληρώνω, προϋπολογίζω, προφυλακίζω· προαγορά, προανάκριση, προειδοποίηση, προεξόφληση, προφυλάκιση, προκαταβολή, προπληρωμή· προσύμφωνο· προειδοποιητικός, προεξοφλητικός. || προμαντεύω, προβλέπω τι θα επακολουθήσει· προαισθάνομαι, προλέγω, προαίσθηση. III1. γενικά γι΄ αυτό που προηγείται χρονικά, που εμφανίζεται πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προημιτελικός. || (ιστ.) προϊστορία· προέλληνες· συχνά ANT μετα-: προεόρτιος, προεφηβικός, προκατακλυσμιαίος, προκατοχικός, προπολεμικός, προσχολικός. 2. για αυτό που σε μια φυσική σειρά προηγείται, υπάρχει χρονικά αμέσως πριν από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: προγιαγιά, προπαππούς· προπαραμονή· προχτές. || (προφ.) συχνά για την αμέσως προηγούμενη χρονική βαθμίδα με επανάληψη: προπρογιαγιά, προπροπαραμονή· προπροτελευταίος· και με το αντι-: αντιπροτελευταίος. 3. για κτ. που γίνεται πριν έρθει η κατάλληλη, η φυσιολογική γι΄ αυτό ώρα, χρονική στιγμή: πρόωρος. IV. με επιτατική σημασία: προαιώνιος· πρόδηλος, προφανής, ολοφάνερος· προφανώς. [λόγ. < αρχ. προ- (< πρόθ. πρό) ως α' συνθ.: αρχ. προ-πύλαια, προ-λέγω (III1: & μτφρδ.: προ-ϊστορία < γαλλ. préhistoire· III2: αρχ. προ-: προ-πέρυσι)]

συν- [sin], πριν από φωνήεν ή οδοντικό σύμφωνο ή [n] & συμ- [sim], πριν από χειλικό σύμφωνο ή [m] & συγ- [siŋ], πριν από υπερωικό σύμφωνο & συλ- [sil], πριν από [l] & συρ- [sir], πριν από [r] & συσ- [sis], συχνά πριν από [s] & συ- [si], σε μερικές περιπτώσεις πριν από συριστικό σύμφωνο ή (προφ., λαϊκότρ.) και από [v, γ, δ, f, x, θ, ks, ps] & σύν- [sín], σύμ- [sím], σύγ- [síŋ], σύλ- [síl], σύρ- [sír], σύσ- [sís], σύ- [sí] αντίστοιχα, όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση συν ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· δηλώνει συνήθ.: I1. ότι αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη γίνεται με τη βοήθεια, με τη συμμετοχή κάποιου, μαζί με κάποιον, ομαδικά: συνιδιοκτήτης, συνοδηγός, συμπράττω, συνένοχος, συγκυβερνήτης, συνδιδασκαλία, συμπάσχω, συμπρωταγωνιστής, συμβασιλέας. 2. στενή σχέση, ένωση: συνομοσπονδία, σύζυγος, σύντροφος, συνδέω, σύνδεση, σύναψη, συρραφή. || (ιατρ.) δηλώνει παθολογική κατάσταση κατά την οποία είναι ενωμένα τα μέλη του σώματος που υπονοεί η πρωτότυπη λέξη: συνδακτυλία, συνορχιδία. 3. συγκέντρωση: συμμαζεύω, συναγωγή. 4. ταυτότητα, ομοιότητα: συγγενής, συμμετρία, σύμφωνος, συμφωνία, συνομίληκος, συνώνυμος. 5. λειτουργεί επιτατικά: συνταράζω, συθέμελα, συντρίβω. II. χωρίς να έχει στη νέα ελληνική κάποια συγκεκριμένη σημασία σε περιπτώσεις που δεν είναι εμφανής η παραγωγή: συχώριο, συγχωρώ, σύλλογος, σύντομος, σύμβολο, συμβολίζω, συμφορά. [λόγ. < αρχ. συν- (και συμ-, συγ-, συλ-, συρ-, συ- ανάλογα με το σύμφ. που ακολουθεί) < πρόθ. σύν ως α' συνθ.: αρχ. συν-άπτω, συμ-βαίνω, συγ-γένεια, συλ-λαμβάνω, συρ-ρέω, συ-στέλλω· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]

υπο- 1 [ipo] & υπ- [ip] ή υφ- [if], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & υπό- [ipó] ή ύπ- [íp] ή ύφ- [íf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ. δηλώνει: I1. αυτό που βρίσκεται κάτω από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέδαφος, υπόβαθρο, υποπόδιο. ANT επι-: υπόστρωμα. ANT υπερ-: υπόγειος. || (ανατ.) υπογάστριο, υποθάλαμος. 2. το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία, επιρροή κτλ. κάποιου, καθώς και την εκτέλεση της ανάλογης πράξης: υπόδουλος· υποδουλώνω, υποτάσσω· υπόκειμαι· υποδουλωμένος, υποταγμένος. 3. το πρόσωπο που βρίσκεται βαθμολογικά ή επαγγελματικά σε υποδεέστερη θέση από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπαρχηγός, υποδιευθυντής, υποκόμης, υπομοίραρχος, υποστράτηγος, υφυπουργός. || σε αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. με το επίθημα -ία 1 που δηλώνουν την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος: υπαρχηγία, υφυπουργία· υποδιεύθυνση. IIα. (σε ρήματα) δηλώνει ότι γίνεται λίγο, κρυφά, παράνομα, με δυσκολία κτλ. η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υποδηλώνω, υποκινώ, υπομει διώ, υποκίνηση, υποκλοπή. β. με επαναληπτική σημασία: υπενοικιάζω, υπενοικίαση. III. με υποκοριστική λειτουργία, δηλώνει ότι: 1. (σε ρήματα) γίνεται σε μικρό βαθμό, ανεπαρκώς η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υποαπασχολούμαι, υπολειτουργώ, υποσιτίζομαι. 2. (σε ουσιαστικά): α. για να δηλώσει μικρότερη υποδιαίρεση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υποκατάστημα, υποσταθμός, υποσύνολο. || για κτ. πολύ μικρό, λεπτομερειακό και τελικά επουσιώδες: υπολεπτομέρεια, υποσημασία. β. (με ουσ. που δηλώνει ιδιότητα) για να δηλώσει ότι απουσιάζουν τα κύρια χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υπάνθρωπος, υπόκοσμος. γ. (ιατρ.) χαρακτηρίζει τις μικρότερες από τις φυσιολογικές τιμές που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπογλυκαιμία, υποθερμία· υπόταση. ANT υπερ-. || (ανατ.) ατροφική διάπλαση: υποπλασία. 3. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε μικρό βαθμό τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπόλευκος, υπόξινος, υφάλμυρος. IV. σε πολλές λέξεις δεν είναι εμφανής η σημασία του: υπουργός, ύφεση, ύποπτος, υποψία, υπηρέτης. [λόγ. < αρχ. π(ο)- < πρόθ. πό `κάτω από, επικάλυ ψη, κατώτερος, λιγάκι΄ ως α' συνθ.: αρχ. πο-γάστριον, πο-στράτηγος `βοηθός του στρατηγού΄, πό-λευκος & διεθ. hypo- < λατ. hypo- < αρχ. πο-: υπο-γλυκαιμία < γαλλ. hypoglycémie, υπο-θάλαμος < νλατ. ή αγγλ. hypothalamus `μέρος του εγκεφάλου κάτω από το θάλαμο΄ & μτφρδ.: υφ-υπουργός, υπο-κόμης < γαλλ. sousministre, vicomte, υπό-κοσμος < αγγλ. underworld, υπ-άνθρωπος < γερμ. Untermensch· λόγ. < αρχ. φ- < π(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. φ-έρπω, ελνστ. φ-άλμυρος]


υπερ- 1 [iper] & υπέρ- [ipér], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα (βλ. και σημ. II1β) : πρόθημα: AI1. για τη δήλωση επιρρηματικών σχέσεων τόπου, γι΄ αυτό που βρίσκεται πάνω, (πέρα, έξω) από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέρθυρο· υπέργειος. 2. σε επίθετα για να δηλώσει ότι το προσδιοριζόμενο υπερβαίνει το όριο αυτού που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραστικός, υπερατλαντικός, υπερκόσμιος, υπερπόντιος, υπερωκεάνιος· υπερπέραν, υπεράνω. || (μτφ.) υπερταξικός, υπερεγώ. || υπερρεαλισμός· υπερρεαλιστικός. 3. για να χαρακτηρίσει ενέργεια, στάση κτλ. που γίνεται προς χάρη, προστασία, υπεράσπιση κτλ. κάποιου: υπερασπίζω· υπέρμαχος. II. με επιτατική λειτουργία: 1α. για να δηλώσει ότι ισχύει, υπάρχει σε μεγάλο βαθμό – ευπρόσδεκτο συνήθ. για τον ομιλητή– αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεράγαθος, υπέρλαμπρος, υπέρκαλος· υπεραγαπώ, υπερεκτιμώ. β. συχνά σε χαλαρή σύνθεση και με δευτερεύοντα τόνο [ipér]: υπεραρκετός· με επανάληψη: υπερυπερευχαριστώ. 2. (σε επίθ.) για να δηλώσει αυτό που ξεπερνάει όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπεραυτόματος, υπερσύγχρονος. γ. (νεολ.) με ουσιαστικό που δηλώνει ιδιότητα, για να δηλώσει την παρουσία σε μεγάλο βαθμό, των κύριων χαρακτηριστικών που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. αρχι-): υπεραγορά, υπερκατάστημα· για να χαρακτηρίσει το σπουδαιότερο, αυτό που ξεπερνά όλα ή τα περισσότερα του είδους που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπερεπιθεώρηση, υπερθέαμα, υπερκωμωδία, υπερλεξικό. || για πρόσωπα: υπεράνθρωπος. ANT υπο-. B1. (σε ρήματα) για να δηλώσει ότι γίνεται σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό η ενέργεια, η κατάσταση, το φαινόμενο κτλ. που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπεραγωνιώ, υπερθερμαίνω· υπερδιέγερση, υπερευαισθησία, υπερκατανάλωση, υπερπαραγωγή, υπερπροστασία, υπερειδίκευση, υπερπληθυσμός. || ANT υπο-: υπεραπασχολούμαι, υπερλειτουργώ, υπερσιτίζομαι· υπερκινητικότητα· υπερλειτουργία. 2. (ιατρ.) για πάθηση ή γενικά κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική και πάνω από το κανονικό λειτουργία ή ένταση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπερίδρωση, υπερκόπωση· υπερθυρεοειδισμός. ANT υπο-. || (ανατ.) για υπέρμετρη ανάπτυξη· υπερπλασία. ANT υπο-. [λόγ. < αρχ. περ- < πρόθ. πέρ `πάνω από, πέρα από, πέρα απ΄ το μέτρο΄ και δηλωτικό υπεράσπισης, ως α' συνθ.: αρχ. πέρ-γειος, περ-πόντιος, πέρ-καλος `πολύ όμορφος΄, ελνστ. πέρ-μαχος & διεθ. hyper- < λατ. hyper- < αρχ. περ-: υπερ-αιμία < γαλλ. hypérhémie & μτφρδ.: υπέρ-ηχος < γαλλ. ultrason, υπερ-αστικός, υπερ-ατλαντικός < γαλλ. interurbain, transatlan tique, υπερ-θέαμα < αγγλ. superspectacle, υπέρ-βαρος < αγγλ. overweight]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου