ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ PRESENT | ΑΟΡΙΣΤΟΣ AORIST | ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ AOR. KONJUKTIV | ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΡΟΣΤ./ AOR. IMPERATIV | ΜETOXH PARTIZIP |
αισθάνομαι | αισθάνθηκα | να αισθανθώ | αισθάνσου αισθανθείτε | αισθανόμενος |
απαγορεύομαι | απαγορεύτηκα | ν’απαγορευτώ |
| απαγορευμένος |
αρνούμαι | αρνήθηκα | ν’ αρνηθώ | αρνήσου αρνηθείτε | αρνούμενος |
ασχολούμαι | ασχολήθηκα | ν’ ασχοληθώ | ασχολήσου ασχοληθείτε | ασχολούμενος |
βαριέμαι | βαρέθηκα | να βαρεθώ |
|
|
γδύνομαι | γδύθηκα | να γδυθώ | γδύσου γδυθείτε |
|
γεννιέμαι | γεννήθηκα | να γεννηθώ | γεννήσου γεννηθείτε | γεννημένος |
γίνομαι | έγινα | να γίνω | γίνε -γίνετε | γινόμενος |
δέχομαι | δέχτηκα | να δεχτώ | δέξου δεχτείτε | δεχόμενος |
είμαι | ήμουν | να είμαι |
|
|
εργάζομαι | εργάστηκα | να εργαστώ | εργάσου εργαστείτε | εργαζόμενος |
έρχομαι | ήρθα | να έρθω | έλα -ελάτε | ερχόμενος |
θυμάμαι | θυμήθηκα | να θυμηθώ | θυμήσου θυμηθείτε |
|
κάθομαι | κάθισα | να καθίσω να κάτσω | κάθισε/κάτσε καθίστε/κάτσετε |
|
κοιμάμαι | κοιμήθηκα | να κοιμηθώ | κοιμήσου κοιμηθείτε | κοιμισμένος |
λέγομαι | ειπώθηκα | να ειπωθώ |
| ειπωμένος |
λούζομαι | λούστηκα | να λουστώ | λούσου λουστείτε | λουσμένος |
λυπάμαι | λυπήθηκα | να λυπηθώ | λυπήσου λυπηθείτε | λυπημένος |
μεταφράζομαι | μεταφράστηκα | να μεταφραστώ | μεταφράσου μεταφραστείτε | μεταφρασμένος |
μιμούμαι | μιμήθηκα | να μιμηθώ | μιμήσου μιμηθείτε | μιμούμενος |
ντύνομαι | ντύθηκα | να ντυθώ | ντύσου ντυθείτε | ντυμένος |
ξεκουράζομαι | ξεκουράστηκα | να ξεκουραστώ | ξεκουράσου ξεκουραστείτε |
|
ξυρίζομαι | ξυρίστηκα | να ξυριστώ | ξυρίσου ξυριστείτε | ξυρισμένος |
ονομάζομαι | ονομάστηκα | να ονομαστώ | ονομάσου ονομαστείτε |
|
παντρεύομαι | παντρεύτηκα | να παντρευτώ | παντρέψου παντρευτείτε | παντρεμένος |
πλένομαι | πλύθηκα | να πλυθώ | πλύσου πλυθείτε | πλυμένος |
προσεύχομαι | προσευχήθηκα | να προσευχηθώ | προσευχήσου προσευχηθείτε |
|
σηκώνομαι | σηκώθηκα | να σηκωθώ | σήκω σηκωθείτε | σηκωμένος |
σκέφτομαι | σκέφτηκα | να σκεφτώ | σκέψου σκεφτείτε | σκεπτόμενος |
στεναχωριέμαι | στεναχωρήθηκα | να στεναχωρηθώ | στεναχωρήσου στεναχωρηθείτε | στεναχωρημένος |
συγκινούμαι | συγκινήθηκα | να συγκινηθώ | συγκινήσου συγκινηθείτε | συγκινημένος |
υπόσχομαι | υποσχέθηκα | να υποσχεθώ | υποσχέσου υποσχεθείτε |
|
φαίνομαι | φάνηκα | να φανώ |
|
|
φοβάμαι | φοβήθηκα | να φοβηθώ | φοβήσου φοβηθείτε | φοβούμενος/ φοβισμένος |
χαίρομαι | χάρηκα | να χαρώ |
χαρείτε | χαρούμενος |
χρειάζομαι | χρειάστηκα | να χρειαστώ |
|
|
χτενίζομαι | χτενίστηκα | να χτενιστώ | χτενίσου χτενιστείτε | χτενισμένος |
ωφελούμαι | ωφελήθηκα | να ωφεληθώ | ωφελήσου ωφεληθείτε | ωφελημένος |
Αυτός ο ιστότοπος περιέχει πληθώρα πληροφοριών για τη μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας: θεωρία και ασκήσεις γραμματικής, ελληνική ποίηση, προσωπικές επιλογές και γενικές πληροφορίες για την Ελλάδα. Τα σχόλια σας είναι ευπρόσδεκτα. Καλή περιήγηση! Dieses Blog enthält eine Menge Dingen für das Studium des Neugriechischen. Hier können Sie Übungen, Grammatikpunkte, Humorseiten, Griechische Poesie und generelle Informationen über Griechenland finden. Bitte hinterlassen Sie Ihr Kommentar. Viel Spaß!
Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008
Verben des Neugriechischen- Passiv
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου