
- βγάζω γλώσσα
- βγάζω τη γλώσσα μου
- δαγκώνω τη γλώσσα μου
- δε βάζει γλώσσα μέσα του
- δεν μπορεί να κρατήσει τη γλώσσα του
- έγινε η γλώσσα μου παπούτσι, έγινε η γλώσσα μου τσαρούχι
- έχω μακριά γλώσσα, έχω μια γλώσσα!
- η γλώσσα του στάζει μέλι
- η γλώσσα των αγγέλων
- κακοποιώ τη γλώσσα
- κατάπια τη γλώσσα μου
- λύθηκε η γλώσσα του
- μάλλιασε η γλώσσα μου
- μου βγαίνει η γλώσσα
- ροδάνι πάει η γλώσσα του
- το έχω στην άκρη της γλώσσας μου
Παροιμίες
- η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει