| Ελληνικά | Γερμανικά |
| ανωτέρα βία = λόγω ανωτέρας βίας, από απροσδόκητο γεγονός (που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας) | Höhere Gewalt |
| βάσει, επί τη βάσει = με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα με Όλα έγιναν βάσει κανονισμού. Δεν μπορείς να τα εξετάζεις όλα επί τη βάσει του δικού σου συμφέροντος. | Gemäß |
| γνωστόν τοις πάσι, τοις πάσι γνωστόν = σε όλους γνωστό, πασίγνωστο Αυτό που λες είναι γνωστόν τοις πάσι. | Allgemein bekannt |
| δημοσία δαπάνη = με δημόσια δαπάνη, με έξοδα του δημοσίου Η κηδεία του μεγάλου ποιητή έγινε δημοσία δαπάνη | Auf Staatskosten |
| δόξα τω Θεώ = δόξα να έχει ο Θεός Δόξα τω Θεώ είμαστε όλοι καλά. | Gott sei Dank… |
| δυνάμει = σύμφωνα με Ο πολίτης έχει αυτό το δικαίωμα δυνάμει του νόμου (= όπως απορρέει από την ισχύ του νόμου). | Kraft Kraft des Gesetzes |
| ελλείψει = με έλλειψη, λόγω έλλειψης Το έργο σταμάτησε ελλείψει χρημάτων | mangels |
| εν αγνοία = (σε άγνοια) = χωρίς γνώση Όλα έγιναν εν αγνοία μου . | Ohne meine Wissen |
| εν αντιθέσει (προς) = σε αντίθεση (με) Ο Γιώργος είχε αντιρρήσεις, εν αντιθέσει προς εμένα που συμφώνησα απόλυτα | Im Gegensatz zu… |
| εν απουσία = κατά την απουσία Η όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν απουσία μου. | In Abwesenheit |
| εν αρχή στην αρχή, καταρχήν «Εν αρχή, λοιπόν, το ανθρώπινο δυναμικό...» εν τέλει, εντέλει = Εν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά ρθεις ή όχι; | Anfangs Schließlich, letztlich, Schlussendlich |
| εν γένει = γενικά
Ο καιρός της Αττικής είναι, εν γένει, αίθριος.
|
generell |
| εν γνώσει = σε γνώση, γνώστης, ξέροντας, γνωρίζοντας | wissentlich |
| εν ενεργεία = σε ενεργό υπηρεσία {όχι σε παύση, όχι σε σύνταξη}
Είναι ακόμα εν ενεργεία, ενώ εγώ πήρα σύνταξη |
|
| εν έτει = στο έτος, τη χρονιά Εν έτει 2002 γίνονται τέτοια πράγματα! | Im Jahr(e) |
| εν ψυχρώ= ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό = σε ψυχρή κατάσταση Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. εν θερμώ= = σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας) = σε έξαψη (όχι ψύχραιμα) Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ. | baltblütig |
| εν κατακλείδι = τελειώνοντας, κλείνοντας (κατακλείδα = τελευταίο μέρος του λόγου, επίλογος) Εν κατακλείδι, όπως έχουν τα πράγματα, η λύση είναι δύσκολη. | schliesslich |
| εν λειτουργία = σε λειτουργία Όλος ο εξοπλισμός είναι εν λειτουργία. | In Betrieb |
| εν μέρει ως μέρος, μερικώς εν όλω, εν συνόλω, εν τω συνόλω = = ως σύνολο, συνολικά Πρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει. Έχεις εν μέρει δίκιο. | Zum Teil, teilweise
Im Ganze |
| εν ολίγοις = με λίγα λόγια | Kurz gesagt |
| εν ονόματι = στο όνομα, βάσει, δυνάμει Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε! | Im Namen… |
| εν όψει = εν αναμονή, σε αναμονή, περιμένοντας = σε θέση ορατότητας Γυαλίσαμε το σύμπαν εν όψει της επιθεώρησης του στρατηγού. Εχθρός εν όψει ! | In Sicht, aussichtlich |
| Eν πάση περιπτώσει = τέλος πάντων, ό,τι κι αν γίνει, πάντως Εν πάση περιπτώσει, είναι δικαίωμά σου να έχεις τη γνώμη σου. | jedenfalls |
| εν προκειμένω = επί του προκειμένου = σχετικά με αυτό που λέμε, σχετικά με το θέμα μας |
|
| εν ριπή οφθαλμού = (με το ρίξιμο του βλέμματος, σε μια ματιά) = αστραπιαία Αντέδρασε εν ριπή οφθαλμού | blitzschnell |
| εν συνεχεία = στη συνέχεια, αμέσως μετά Εν συνεχεία, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας | In Folge, danach |
| εν συντομία = (σε συντομία) = σύντομα (= με σύντομο τρόπο) Η όλη περιγραφή έγινε εν συντομία | kurz |
| εν τοιαύτη περιπτώσει = (σε τέτοια περίπτωση) = αφού είναι έτσι (τα πράγματα) Εν τοιαύτη περιπτώσει, εγώ παραιτούμαι! | Gegebenenfalls |
| εν τω μεταξύ = στο μεταξύ χρονικό διάστημα, στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, μεσολαβεί ή θα μεσολαβήσει Ο Γιώργος θα αργήσει λίγο. Εν τω μεταξύ, εμείς μπορούμε να τακτοποιήσουμε λίγο το χώρο. | zwischenzeitlich |
| επ' αμοιβή = με αμοιβή (όχι δωρεάν) Ο φοροτεχνικός παρέχει υπηρεσίες επ' αμοιβή | Gegen Bezahlung |
| εν ώρα ανάγκης = σε ώρα ανάγκης, αν χρειαστεί Αμα έχεις κάτι στην άκρη, μπορείς το χρησιμοποιήσεις εν ώρα ανάγκης. | Im Notfall |
| εντάξει, εν τάξει = (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός (επίθ. και επίρρ.) Ολα είναι εντάξει | In Ordnung |
| επ' αυτοφώρω = τη στιγμή του αδικήματος/εγκλήματος/παραπτώματος Συνελήφθη επ' αυτοφώρω να αντιγράφει από την κόλλα του διπλανού του. | Auf frischer Zeit |
| επί λέξει = α) κατά λέξη, αυτολεξεί, με τις ίδιες ακριβώς λέξεις β) λέξη προς λέξη, λεπτομερειακά Είπε επί λέξει τα εξής | wörtlich |
| επί τη ευκαιρία επ' ευκαιρία = αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα = με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση Επ' ευκαιρία της συνάντησης κάναμε και μια βόλτα στην πλατεία. Επί τη ευκαιρία, πες μου τι έγινε με εκείνη την περίπτωση. | Bei Gelegenheit |
| λόγω = εξαιτίας Λόγω της κακοκαιρίας έκλεισαν τα λιμάνια. | Aufgrund, Wegen |
| μέσω = με, δια μέσου, με τη βοήθεια Αθήνα-Θεσσαλονίκη μέσω Λαρίσης. Επικοινωνία μέσω δικτύου υπολογιστών. | Über, durch |
| ονόματι = κατά το όνομα, με το όνομα Κάποιος σύνεδρος, ονόματι Αγγελόπουλος, πρότεινε να γίνει ψηφοφορία. Γνώρισα κάποιον, ονόματι Αγγελόπουλο. Ακούστηκε η φωνή κάποιου, ονόματι Αγγελόπουλου. (Βλέπε και εν ονόματι, επ' ονόματι) | namens |
| παρουσία = (με παρουσία κάποιου) = ενώ κάποιος είναι,ή ήταν, παρών Παρουσία μου είπε όσα είπε. | In meiner Gegenwart |
| συν τοις άλλοις = μαζί με όλα τ' άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσε ότι Συν τοις άλλοις, είναι και κακός μαθητής | Noch dazu |
| τοις μετρητοίς = σε μετρητά (αντίθετο: επί πιστώσει) Αυτός πλήρωσε με πιστωτική κάρτα, ενώ εγώ τοις μετρητοίς. Αυτό το κατάστημα δεν κάνει πίστωση, πουλάει μόνο τοις μετρητοίς. Αυτός, φίλε μου, πουλάει τοις μετρητοίς (= είναι ξέγνοιαστος ,δεκάρα δεν δίνει). (Βλέπε και «παίρνω τοις μετρητοίς») | Bar |
| τω όντι, τωόντι = όντως, πράγματι, πραγματικά Η κατάσταση είναι τωόντι πολύ σοβαρή. Βλέπε και πράγματι, τη αληθεία. | wahrlich |
| φύσει = εκ φύσεως, από τη φύση του, λόγω της φύσης του Είναι φύσει αδύνατον να συμβεί κάτι τέτοιο | Liegt in der/seiner Natur |
| ψυχή τε και σώματι = (με την ψυχή και με το σώμα) = με όλες τιςδυνάμεις, ολοκληρωτικά Αφοσιώθηκε σ' αυτόν το σκοπό ψυχή τε και σώματι. | Leib und Seele |